- δυαδική
- δυαδικόςoffem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυαδικῇ — δυαδικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυαδική αρίθμηση — Σύστημα αρίθμησης θέσης με βάση τον αριθμό 2. Έτσι, ενώ στη δεκαδική αρίθμηση οι μονάδες διαφόρων τάξεων είναι: 1, 10, 102, 103,…, στη δ.α. είναι: 1, 2, 22, 23,… Η γραφή ενός φυσικού αριθμού με τη δ.α. απαιτεί μόνο δύο σύμβολα, ένα για το μηδέν… … Dictionary of Greek
δυαδική θεωρία — Υπόθεση που προτάθηκε από τον Άγγλο χημικό Χάμφρεϊ Ντέιβι για να γίνει δυνατή η αναγωγή των αλάτων των αλογόνων (π.χ. NaCl) και των αλάτων των οξυγονούχων οξέων (π.χ. NaNO3) στον ίδιο τύπο (το μονοσθενές Cl’ μπορεί να αντικατασταθεί από τη… … Dictionary of Greek
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek
Αντράσι, Γκιούλα, κόμης — (Count Julius Andràssy, Κάσα 1823 Βολόσκα 1890). Ούγγρος πολιτικός. Έλαβε μέρος στην Ουγγρική επανάσταση του 1848 49 και μετά την καταστολή της κατέφυγε στο Λονδίνο. Καταδικάστηκε σε θάνατο για εσχάτη προδοσία από το δικαστήριο της Πέστης και… … Dictionary of Greek
έλξη, παγκόσμια — Η ελκτική δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ δύο μαζών που βρίσκονται ελεύθερες στο Διάστημα, η οποία είναι ανάλογη προς τις μάζες και αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της απόστασής τους. Η ελκτική αυτή δύναμη ονομάζεται π.έ. και εκφράζεται… … Dictionary of Greek